- νωτίσασθαι
- νωτίζωturn one's backaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νωτίζω — (Α) [νώτον] 1. στρέφω τα νώτα, τρέπομαι σε φυγή 2. καλύπτω τα νώτα κάποιου («κισσὸς ὅν περιστεφὴς ἑλικτὸς εὐθὺς ἔτι βρέφος χλοηφόροισιν ἔρνεσιν κατασκίοισιν ὀλβίσας ἐνώτισεν», Ευρ.) 3. αγγίζω ελαφρά την επιφάνεια κάποιου 4. (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek